- καλίγι
- και καλίκι, το (AM καλίγιον, Μ και καλίκι[ο]ν και καλίκι) [καλίγα]υπόδημαμσν.ράβδος, μπαστούνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
калига — I калига I. башмак, сандалия , диал. калигва – то же, сербск. цслав. калигы (мн.) πέδιλα, подошвы , др. русск. калига (Новгор. Кормч. 1280 г.; см. Срезн. I, 1181 и сл.) наряду с род. мн. калиговъ (Хож. игум. Дан. 128). Заимств. из ср. греч.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
καλίγα — και καλίκα, η (AM καλίγα) βλ. καλίγι και κάλικα … Dictionary of Greek
καλιγάς — ο 1. καλιγάριος*, κατασκευαστής καλιγιών* 2. πεταλωτής, εκείνος που καλιγώνει υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίγι + κατάλ. άς (πρβλ. ψαρ άς, ψωμ άς)] … Dictionary of Greek
καλιγοκάρφι — και καλιγόκαρφο, το (Μ καλιγοκάρφι) καρφί που χρησιμοποιείται για το πετάλωμα αλόγων ή άλλων υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίγι + καρφί] … Dictionary of Greek
καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… … Dictionary of Greek